- ἐμβολιμαῖος
- ἐμβολ-ῐμαῖος, α, ον,= sq., Aus.Ecl.16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμβολιμαίος — ἐμβολιμαῑος, α, ον (Α) ο εμβόλιμος … Dictionary of Greek
ἐμβολιμαίους — ἐμβολιμαῖος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβολιμαίῳ — ἐμβολιμαῖος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)